Διαβάζοντας ότι ο Σίμας Γιασάιτις υπέγραψε στην τρίτη δύναμη της Τουρκίας Γαλατασαράι - φήμες λένε πως ακόμα σκέφτεται την πρόταση της πρόσφατα προαχθείσας στην ACB και με διάθεση να ξοδέψει, Αλικάντε και πως η συμφωνία με τους Τούρκους είναι προφορική, ίδωμεν- καταλαβαίνει εύκολα κανείς πόσο έχουν πέσει οι μετοχές του άλλοτε διαδόχου του Ραμούνας Σισκάουσκας... Ο Γιασάιτις ξεκίνησε την καριέρα του από τη γνωστή προαγωγό ταλέντων BC Sakalai, η οποία μεταξύ άλλων έχει αναδείξει το Σίσκα και το γνώριμό μας Σειμπούτις, και γρήγορα πέρασε στη μια από τις δύο δυνάμεις της χώρας την τελευταία δεκαετία, τη Λιέτουβος Ρίτας. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 2002, όπου ακόμη αντιμετωπιζόταν σαν ταλαντούχος, η πρώτη του δοκιμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο έγινε στο ULEB cup για δύο σεζόν, όπου σε σημαντικό χρόνο συμμετοχής σούταρε με το απελπιστικό 27,5% και 25% αντίστοιχα έξω από τα 6,25. Μάλιστα μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση πόσο θράσος είχε να σουτάρει συνεχώς πέντε τρίποντα το παιχνίδι και δίποντα μόνο... εξ επαφής.
Το 2006 ήταν η κρίσιμη χρονιά στην καριέρα του και η πρώτη φορά που απέδειξε ότι οι προσδοκίες που είχαν οι φίλοι της Λιθουανίας για αυτόν δεν ήταν τελείως αβάσιμες. Η Λιέτουβος πήρε το πρωτάθλημα και έκανε την παρθενική της εμφάνιση στην Ευρωλίγκα, όπου ο Σίμας με 10,7 πόντους, 5 ριμπάουντ και 39,6% τρίποντα πήρε τη μεταγραφή που έμοιαζε να αποζητούσε στο εξωτερικό. Η σε φθίνουσα πορεία ευρισκόμενη Μακάμπι τον έχρισε διάδοχο του Άντονι Πάρκερ και φυσικά το λάθος της φάνηκε όταν ο Σίμας διώχθηκε σχεδόν στο τέλος της χρονιάς. Οι μέσοι όροι του παρότι είχαν αρχίσει να σταθεροποιούνται κρύβουν το πόσο ασταθείς ήταν οι παρουσίες του. Αυτό ακριβώς τον οδήγησε στην αγκαλιά της -πρώην πλέον- Ταού, από κοινού με το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ επί ισπανικού εδάφους εκείνο το καλοκαίρι. Κι αν η Ταού κατάφερε να πάρει το νταμπλ και να βρεθεί για πολλοστή φορά σε φάιναλ φορ, ο Σίμας διώχθηκε ξανά χωρίς πολλά πολλά γιατί ούτε χρόνο βρήκε ούτε απέδωσε όταν του δόθηκαν οι ευκαιρίες. Απέδειξε μόνο στους επικριτές του ότι για όλα φταίει ο χαρακτήρας του. Εντάσεις μέσα στην ομάδα και ευστοχία στα τρίποντα λόγω αυστηρού shot selection, που απέδειξαν την αλαζονεία του και τα λάθη του παρελθόντος αντίστοιχα...
Πέρυσι χρίστηκε ξανά μεσσίας, αυτή τη φορά ως αντικαταστάτης του Φερνάντεθ στη Μπανταλόνα. Τα αποτελέσματα τα ξέρετε, μιας και οι οκτώ κι εννιά πόντοι στατιστικά μεσσία σίγουρα δεν αποτελούν. Έτσι καταλήξαμε στο σήμερα, με τον παίκτη από τη μια να κατευθύνεται στο σαφώς υποδεέστερο τούρκικο πρωτάθλημα και από την άλλη να καλείται να ηγηθεί για πρώτη φορά, στα 27 του χρόνια πλέον, της Λιθουανικής περιφέρειας. Και η πτώση συνεχίζεται...