Ξεκινώ μια σύντομη αποτίμηση των πεπραγμένων της εθνικής Ελλάδας στο Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας, δανειζόμενος μια ορολογία που χρησιμοποιείται στην οικονομική επιστήμη: "εσωτερική υποτίμηση". Πρόκειται για μια διαδικασία που προκρίνουν ορισμένοι κύκλοι, ώστε να αντιμετωπιστεί η δυσμενής οικονομική συγκυρία που βιώνει τούτος εδώ ο έρμος τόπος. Ο όρος δηλώνει μια διαδικασία που ρίχνει τις ονομαστικές τιμές των υπηρεσιών και των προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα, και κατά συνέπεια τα κάνει πιο ελκυστικά και για τον ξένο και για τον Έλληνα αγοραστή. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι η "εσωτερική υποτίμηση" αποτελεί μια πρακτική, που ακολουθήθηκε και από μέρος του ελληνικού μπασκετικού σιναφιού και ιδίως από τους "opinionmakers". Μάλιστα, δένει απόλυτα με το νεοεισαχθέντα όρο "επισημενοαγαπημενητισμός", που αποτέλεσε χρήσιμο εργαλείο σε πολλές αναλύσεις.
Η εθνική Ελλάδας είναι μέσα στις 6 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και αυτό είναι αναμφίβολα μια επιτυχία για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Άραγε μπορεί μια ομάδα με μέτριο υλικό και χωρίς ταλέντο να πλασαριστεί στην πρώτη εξάδα του Ευρωμπάσκετ, εξασφαλίζοντας παράλληλα ένα πολύτιμο εισιτήριο για το Προολυμπιακό τουρνουά; Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Εντούτοις, η "εσωτερική υποτίμηση" έμοιαζε το ιδανικό εργαλείο για να δικαιολογήσει μια ενδεχόμενη αποτυχία (ή να εξυψώσει μια ενδεχόμενη επιτυχία) και να θέσει τον πήχη όσο πιο χαμηλά γίνεται, ώστε να προστατευθεί η επίσημη αγαπημένη. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις, που διατυπώθηκαν αμέσως μετά την πρόκριση στην επόμενη φάση, όταν και η εθνική ομάδα έκαμψε τις αντιστάσεις της Βοσνίας, του Μαυροβουνίου, της ΠΓΔΜ, της Φινλανδίας και της Κροατίας.
Όλα αυτά τα ωραία εκτυλίσσονταν μέχρι τον προημιτελικό με αντίπαλο την Γαλλία, όταν ο Νίκος (ο) Ζήσης με μια αντρίκια δήλωση έθεσε το πραγματικό πλαίσιο, τονίζοντας ότι "Μέχρι σήμερα κάναμε το αυτονόητο". Δυστυχώς, όμως, η εθνική ομάδα δεν έκανε την υπέρβαση, που φάνηκε ότι μπορούσε να πετύχει με αντίπαλο την Γαλλία, και για τον λόγο αυτό ο πρώτος αγώνας κατάταξης έλαβε χαρακτήρα τελικού. Η νίκη επί των Σέρβων, απέναντι στους οποίους αποπνέουμε παραδοσιακά έναν κομπλεξισμό, ήταν σίγουρα σημαντική, καθώς κράτησε την εθνική ζωντανή στο κυνήγι της πρόκρισης για το μεγάλο ραντεβού του Λονδίνου. Ωστόσο, η επιτυχία αυτή απέχει κατά πολύ από την ιδιότητα που της προσέδωσε ο ομοσπονδιακός τεχνικός Ηλίας Ζούρος "Σαν να κερδίσαμε το χρυσό" - μια δήλωση που επίσης εντάσσεται στο πλαίσιο της "εσωτερικής υποτίμησης".
Και τώρα πώς πορευόμαστε; Αξίζει να αποδομηθεί ο κορμός της ομάδας - όπως έπραξε η Λιθουανία - και να δοθούν προσκλητήρια στους άσωτους απέχοντες από την φετινή προσπάθεια Έλληνες καλαθοσφαιριστές; Κατά την άποψή μας - ΟΧΙ. Οι μόνοι που αξίζουν να φορέσουν τα γαλανόλευκα είναι οι Βασίλης Σπανούλης και Στράτος Περπέρογλου, που απουσίασαν από τις φετινές υποχρεώσεις εξαιτίας τραυματισμών. Οι υπόλοιποι είναι άδικο να καρπωθούν την επιτυχία της φετινής ομάδας, μιας και οι ίδιοι έθεσαν εαυτούς εκτός συνόλου, ενώ μια ενδεχόμενη συμμετοχή τους στο επόμενο ραντεβού θα γιγαντώσει το αίσθημα αφερεγγυότητας απέναντι στους χειρισμούς της Ομοσπονδίας. Ασφαλώς και προσκλητήριο μπορεί να δικαιούται, όποιος άλλος αποδείξει κατά την επερχόμενη σεζόν ότι το αξίζει, αλλά σε καμία περίπτωση οι φετινοί απέχοντες.
ΥΓ: Εμφανίστηκε ο αγνοούμενος, για τον οποίο είχε σημανθεί silver alert.
ΥΓ2: Και το 2003, που η εθνική αντιμετώπισε τους Σέρβους σε αγώνα κατάταξης, τους είχε διαλύσει. Φαίνεται ότι η απογοήτευση από μια πραγματικά μεγάλη διάκριση, καταβάλλει περισσότερο τον ανάδελφο λαό.