Ο Παναθηναϊκός χθες με ανακοίνωσή του επισημοποίησε την συνεργασία του με τον Μιλένκο Τέπιτς, δυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο την περιφέρειά του. Για να ρίξουμε μια ματιά στα προσόντα και χαρακτηριστικά του νεαρού Σέρβου γκαρντ, πριν τον παρουσιάσουν τα οπαδικά μέτωπα ως μεσσία ή τον καταδικάσουν ως ανεπαρκή και προϊόν μίζας του ομοεθνή του τεχνικού.
Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι η φιλοσοφία της Παρτιζάν ταιριάζει γάντι με αυτή της νέας του ομάδας, με αποτέλεσμα η ένταξή του στα συστήματα του Παναθηναϊκού και η ζύμωσή του με αυτά να εντάσσεται σε ένα ομαλό και ταχύρρυθμο πλάνο. Τι ακριβώς όμως έκανε ο Τέπιτς στους grobari του Βελιγραδίου; Ή καλύτερα είναι εκείνος ο γκαρντ που παίζει με την ίδια αποτελεσματικότητα και στις τρεις θέσεις της περιφέρειας; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Ο Βουγιόσεβιτς, λοιπόν, του εμπιστευόταν την θέση του play maker στο βασικό σχήμα της ομάδας, μιας και πέρα από καλός σουτέρ είναι και εξαιρετικός πασέρ. Ωσόσο, όποτε ο Σέρβος τεχνικός ζητούσε σκορ από την ομάδα, τον μετατόπιζε στην θέση του σούτινγκ γκαρντ και περνούσε στην θέση του άσσου τον ορθολογιστή Ράσιτς. Η ίδια επιλογή αποτυπωνόταν και στο πινακάκι οδηγιών, τη στιγμή που η Παρτιζάν είχε ανάγκη αλλαγής ρυθμού στην ανάπτυξή της. Από την άλλη, το full pressing και η ασφυκτική πίεση στον αντίπαλο επιτυγχανόταν χωρίς την παρουσία του Τέπιτς στην βασική πεντάδα, αλλά με την χρήση του αναλώσιμου καμικάζι Μπόζιτς (Θεούλης η μετάφραση στην ελληνική), αφού παρότι ο 22χρονος είναι αξιοπρεπής αμυντικός εντούτοις δεν χαρακτηρίζεται σε καμία περίπτωση εξολοθρευτής. 22χρονος έγραψα και μου ξένισε αμέσως ο αριθμός των Μαΐων που μετράει ο νεαρός, αφού η παρουσία του σε τοπ επίπεδο σε προδιαθέτει για παίκτη με περισσότερα χρόνια στην πλάτη. Κάτι σαν τον Μπέντζαμιν Μπάτον, που στη δύση της γεμάτης ζωής του δεν είχε ούτε την ρυτίδα του χαμόγελου... Ας είναι καλά το εργοστάσιο παραγωγής ταλέντων και αξιοποίησης νεαρών μπασκετμπολιστών που εδρεύει στην πρωτεύουσα της Σερβίας. Συνεχίζοντας ας ρίξουμε μια ματιά στις ικανότητές του στη θέση 3. Ποια θέση είπατε; Μα εκείνη που θεωρητικά είναι η φτωχότερη ποιοτικά και αριθμητικά στο ρόστερ του Παναθηναϊκού. Εδώ όμως υπάρχει ένα τεράστιο ερωτηματικό σχετικά με το νέο μεταγραφικό απόκτημα του τριφυλλιού, δεδομένου ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε αυτή τη θέση κατά το παρελθόν (εξαιρούνται τα σχήματα ανάγκης), παρά τα όσα με στόμφο διαδίδουν ορισμένοι ρεπόρτερ του μπασκετικού Παναθηναϊκού. Πώς άλλωστε, τη στιγμή που η θέση είχε ως καβαλιέρους τους Τρίπκοβιτς, Βελίτσκοβιτς και Βέσλι (για να μην συνεχίσω με Βίτκοβατς, κλπ). Εξηγούμαι: θεωρητικά μπορεί να έχει τις ικανότητες να ανταπεξέλθει, στην πραγματικότητα όμως ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ. Απλά εικάζουμε ή αβαντάρουμε...
Αντί επιλόγου μια σύγκριση μεταξύ Τεόντοσιτς και Τέπιτς. Ο οργανωτής του Ολυμπιακού είναι σίγουρα πιο μπασκετόφατσα, ωστόσο μοιάζει με παίκτη ρετρό που έχει ξεπηδήσει από άλλη εποχή. Αν για παράδειγμα αγωνιζόταν τις δεκαετίες του 80 και 90, αυτή τη στιγμή θα βλέπαμε το όνομά του γραμμένο πλάι σε μύθους του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αργά πόδια, λουφαδόρος και καλοπερασάκιας από την μία, αλλά με εκπληκτική μπασκετική ευφυΐα, φονικό σουτ και αθλητικό θράσος από την άλλη. Ο αντίπαλος play maker είναι περισσότερο αθλητικός, έχει καλύτερο ντράιβ, παίζει πάνω - κάτω ίδια άμυνα, ενώ υστερεί ελαφρώς στο σουτ και είναι περισσότερο προβλέψιμος. Στα μείον του είναι ότι όταν η μπάλα καίει συνήθως κρύβεται... Παρόλα αυτά η πρόοδός του τα τελευταία χρόνια έχει υπερκεράσει στο μπασκετικό χρηματιστήριο εκείνη του Μίλος, κάτι που αποτυπώνεται και στις επιλογές του Ίβκοβιτς στην εθνική ομάδα, όπου μετρά περισσότερο χρόνο στο παρκέ απ' ότι ο ερυθρόλευκος άσσος.
Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι η φιλοσοφία της Παρτιζάν ταιριάζει γάντι με αυτή της νέας του ομάδας, με αποτέλεσμα η ένταξή του στα συστήματα του Παναθηναϊκού και η ζύμωσή του με αυτά να εντάσσεται σε ένα ομαλό και ταχύρρυθμο πλάνο. Τι ακριβώς όμως έκανε ο Τέπιτς στους grobari του Βελιγραδίου; Ή καλύτερα είναι εκείνος ο γκαρντ που παίζει με την ίδια αποτελεσματικότητα και στις τρεις θέσεις της περιφέρειας; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Ο Βουγιόσεβιτς, λοιπόν, του εμπιστευόταν την θέση του play maker στο βασικό σχήμα της ομάδας, μιας και πέρα από καλός σουτέρ είναι και εξαιρετικός πασέρ. Ωσόσο, όποτε ο Σέρβος τεχνικός ζητούσε σκορ από την ομάδα, τον μετατόπιζε στην θέση του σούτινγκ γκαρντ και περνούσε στην θέση του άσσου τον ορθολογιστή Ράσιτς. Η ίδια επιλογή αποτυπωνόταν και στο πινακάκι οδηγιών, τη στιγμή που η Παρτιζάν είχε ανάγκη αλλαγής ρυθμού στην ανάπτυξή της. Από την άλλη, το full pressing και η ασφυκτική πίεση στον αντίπαλο επιτυγχανόταν χωρίς την παρουσία του Τέπιτς στην βασική πεντάδα, αλλά με την χρήση του αναλώσιμου καμικάζι Μπόζιτς (Θεούλης η μετάφραση στην ελληνική), αφού παρότι ο 22χρονος είναι αξιοπρεπής αμυντικός εντούτοις δεν χαρακτηρίζεται σε καμία περίπτωση εξολοθρευτής. 22χρονος έγραψα και μου ξένισε αμέσως ο αριθμός των Μαΐων που μετράει ο νεαρός, αφού η παρουσία του σε τοπ επίπεδο σε προδιαθέτει για παίκτη με περισσότερα χρόνια στην πλάτη. Κάτι σαν τον Μπέντζαμιν Μπάτον, που στη δύση της γεμάτης ζωής του δεν είχε ούτε την ρυτίδα του χαμόγελου... Ας είναι καλά το εργοστάσιο παραγωγής ταλέντων και αξιοποίησης νεαρών μπασκετμπολιστών που εδρεύει στην πρωτεύουσα της Σερβίας. Συνεχίζοντας ας ρίξουμε μια ματιά στις ικανότητές του στη θέση 3. Ποια θέση είπατε; Μα εκείνη που θεωρητικά είναι η φτωχότερη ποιοτικά και αριθμητικά στο ρόστερ του Παναθηναϊκού. Εδώ όμως υπάρχει ένα τεράστιο ερωτηματικό σχετικά με το νέο μεταγραφικό απόκτημα του τριφυλλιού, δεδομένου ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε αυτή τη θέση κατά το παρελθόν (εξαιρούνται τα σχήματα ανάγκης), παρά τα όσα με στόμφο διαδίδουν ορισμένοι ρεπόρτερ του μπασκετικού Παναθηναϊκού. Πώς άλλωστε, τη στιγμή που η θέση είχε ως καβαλιέρους τους Τρίπκοβιτς, Βελίτσκοβιτς και Βέσλι (για να μην συνεχίσω με Βίτκοβατς, κλπ). Εξηγούμαι: θεωρητικά μπορεί να έχει τις ικανότητες να ανταπεξέλθει, στην πραγματικότητα όμως ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ. Απλά εικάζουμε ή αβαντάρουμε...
Αντί επιλόγου μια σύγκριση μεταξύ Τεόντοσιτς και Τέπιτς. Ο οργανωτής του Ολυμπιακού είναι σίγουρα πιο μπασκετόφατσα, ωστόσο μοιάζει με παίκτη ρετρό που έχει ξεπηδήσει από άλλη εποχή. Αν για παράδειγμα αγωνιζόταν τις δεκαετίες του 80 και 90, αυτή τη στιγμή θα βλέπαμε το όνομά του γραμμένο πλάι σε μύθους του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αργά πόδια, λουφαδόρος και καλοπερασάκιας από την μία, αλλά με εκπληκτική μπασκετική ευφυΐα, φονικό σουτ και αθλητικό θράσος από την άλλη. Ο αντίπαλος play maker είναι περισσότερο αθλητικός, έχει καλύτερο ντράιβ, παίζει πάνω - κάτω ίδια άμυνα, ενώ υστερεί ελαφρώς στο σουτ και είναι περισσότερο προβλέψιμος. Στα μείον του είναι ότι όταν η μπάλα καίει συνήθως κρύβεται... Παρόλα αυτά η πρόοδός του τα τελευταία χρόνια έχει υπερκεράσει στο μπασκετικό χρηματιστήριο εκείνη του Μίλος, κάτι που αποτυπώνεται και στις επιλογές του Ίβκοβιτς στην εθνική ομάδα, όπου μετρά περισσότερο χρόνο στο παρκέ απ' ότι ο ερυθρόλευκος άσσος.